ἀποτροπή — turningaway fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτροπή — η (AM ἀποτροπή) [αποτρέπω]. 1. απομάκρυνση κάποιου κακού, παρεμπόδιση, αποσόβηση 2. συγκράτηση, μετάπειση 3. στρατιωτική στρατηγική σύμφωνα με την οποία μια μεγάλη δύναμη χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την απειλή μιας άμεσης και συντριπτικής… … Dictionary of Greek
αποτροπή — η παρεμπόδιση, αποσόβηση (κακού): Η αποτροπή ενός νέου πολέμου είναι καθήκον όλων των ηγετών του κόσμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτροπαῖς — ἀποτροπή turningaway fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτροπαί — ἀποτροπή turningaway fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτροπῆς — ἀποτροπή turningaway fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτροπήν — ἀποτροπή turningaway fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτροπῶν — ἀποτροπή turningaway fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… … Dictionary of Greek